Βινίλιο: «φετίχ» σε μαύρο
Των ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΟΥΤΣΩΝΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο παλιός, γνωστός, μαύρος πλαστικός δίσκος γυρίζει ακόμη. Οχι ακριβώς πλαστικός αλλά από βινίλιο, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία άλλωστε. Αυτό που έχει σημασία είναι πως, παρά το γεγονός της παντοκυριαρχίας της ψηφιακής τεχνολογίας, οι δίσκοι βινιλίου είναι ακόμη εδώ.
Πόσες μορφές έχει σήμερα μια μουσική δημιουργία; Πολλές. Το βινίλιο, όμως, ταυτίζεται με τον ακροατή όσο τίποτε άλλο... Πόσες μορφές έχει σήμερα μια μουσική δημιουργία; Πολλές. Το βινίλιο, όμως, ταυτίζεται με τον ακροατή όσο τίποτε άλλο... Ακόμη και αν τα CD πουλάνε περισσότερο από τα βινίλια, ακόμη και με την επέλαση των downloads, το βινίλιο κράτησε σταθερή τη θέση του στη μουσική βιομηχανία.
Στοιχεία ενώσεων δισκογραφικών εταιρειών δείχνουν πως η διακίνηση Mp3 (παράνομη και μη) έχει βλάψει περισσότερο το CD, ενώ οι πωλήσεις δίσκων βινυλίων παραδόξως (;) αυξάνονται, αργά αλλά σταθερά τόσο οι καινούργιοι όσο και οι μεταχειρισμένοι), on line πωλούνται εκατομμύρια μεταχειρισμένα αντίτυπα σε δημοπρασίες (έξι δίσκοι βινιλίου το δευτερόλεπτο μόνο στο eBay) και η αντίστοιχη αγορά κινήθηκε το 2008 για πρώτη φορά τόσο ζωηρά από το 1988.
Τα CD εμφανίστηκαν το 1989 ως ιδανικός διάδοχος του βινιλίου. Ηταν «η σύγκρουση του συναισθήματος με τον τεχνοκρατισμό», όπως εύστοχα είχε πει σε ανύποπτο χρόνο μέσα στο δισκάδικο «Vinyl City» στα Εξάρχεια ο Παναγιώτης, γνωστός σε μουσικούς κύκλους ως «Ο Πατριάρχης της Ψυχεδέλειας». Μια σύγκρουση που δεν έβλαψε τελικά το βινίλιο, εκτός ίσως για λίγο έως ότου αποκαλυφθούν τα συν και τα πλην του κάθε μέσου. Ο αναλογικός ήχος και ο δίσκος βινιλίου αναπαράγει μουσική, το CD διαβάζει δεδομένα.
«Κάποτε, ο ήχος ήταν πράγματι διακριτός», λέει ο Νίκος Ταπλίδης, επαγγελματίας ηχολήπτης και εμψυχωτής στο «Noisis» του Κέντρου Διάδοσης Επιστημών Θεσσαλονίκης. «Οι πρώτες ψηφιακές ηχογραφήσεις δεν μπορούσαν ν' αποφύγουν τις πολλές υψηλές και μεσαίες συχνότητες, γι' αυτό και ο ήχος ακουγόταν επίπεδος, "τσίγκινος"». Ο λόγος, σύμφωνα με τον κ. Ταπλίδη, ήταν το ότι για να συμπιεστεί περισσότερος χρόνος ηχογράφησης σε ένα ψηφιακό δισκάκι, αφαιρούνταν από τη μουσική οι συχνότητες εκείνες τις οποίες δεν μπορούσε να «πιάσει» το ανθρώπινο αφτί. «Ετσι όμως χάθηκε το βάθος, το οποίο αποτελεί το δυνατό χαρτί του αναλογικού ήχου ο οποίος υπερτερεί σε ζωντάνια και ζεστασιά», επισημαίνει. Για τη βελτίωση του ψηφιακού ήχου «τη μεγάλη διαφορά έκαναν τα λεγόμενα δείγματα (samples), που ουσιαστικά αποτελούν πιστές ηχογραφήσεις είτε φυσικών ήχων είτε μουσικών οργάνων που προσέδωσαν νέες δυνατότητες στον επίπεδο ψηφιακό ήχο», τονίζει ο κ. Ταπλίδης. Ο ίδιος πάντως θα προτιμούσε ένα καλό αναλογικό σύστημα αφού, όπως υποστηρίζει, «υπερτερεί σημαντικά».
Ενας από τους πιο γνωστούς παγκοσμίως συλλέκτες βινιλίου είναι και ο συνεργάτης της «Ε» Γιάννης Πετρίδης, με δεκάδες χιλιάδες δίσκων στη συλλογή του. Ο ίδιος παραμένει εραστής του αναλογικού ήχου, καθώς όπως λέει «η γλυκύτητά του δεν έχει ξεπεραστεί από τα CD ή από τα ΜΡ3». Είναι όμως ανήσυχος για το μέλλον του βινιλίου αφού «οι νέες γενιές που μεγάλωσαν με τα video games δεν μπορούν να μπουν στη λογική της τελετουργικής αυτής ακρόασης. Υποψιάζομαι πως πέρασε ο καιρός που η μουσική, ο κινηματογράφος και τα βιβλία ήταν οι κύριοι τρόποι διασκέδασης. Σήμερα η μουσική προορίζεται περισσότερο για υπόκρουση. Βέβαια εγώ είμαι προκατειλημμένος, ανήκω σε άλλη γενιά».
Ο δίσκος έρχεται επίσης από μια άλλη γενιά και είναι έτσι ή αλλιώς διαφορετικό είδος. Θέλει τη φροντίδα του. Μεγάλος, μαλακός, γρατζουνίζεται, τραβάει τη σκόνη σαν μαγνήτης. Από την άλλη πλευρά τα CD είναι μικρά, εύχρηστα και ανθεκτικά. Παρ' όλα αυτά οι καταναλωτές σιγά σιγά απομυθοποίησαν το -δήθεν- αθάνατο νέο μέσο και στράφηκαν, λίγο αργότερα, στο downloading ή αλλιώς «κατέβασμα» μουσικής από το Διαδίκτυο: το 2006 πουλήθηκαν 553,4 εκατομμύρια CD -στις μεγάλες δυτικές αγορές-, το 2008 έπεσαν στα 360,6 εκατ. και το 2009 στα 121,8 εκατ. τεμάχια. Την ίδια περίοδο, οι πωλήσεις τραγουδιών σε μορφή Mp3 αυξήθηκαν από 32,6 σε 65,8 εκατομμύρια κομμάτια.
Στα δι(σ)κά μας
Στην Αθήνα σήμερα λειτουργούν 15 εξειδικευμένα δισκάδικα βινιλίου και άλλα τόσα που «δουλεύουν» και με CD. Σε ένα από αυτά, στο ««Record-House» στη Νέα Σμύρνη, η ιδιοκτήτρια Ελενα Νεουδάκη αποκαλύπτει πως «το 1/3ο περίπου των πωλήσεων του μαγαζιού είναι βινίλια και τα υπόλοιπα CD. Ποτέ δεν απαξιώθηκε το βινίλιο, ίσως έπεσε λίγο η κίνησή του. Μας έλεγαν πως τα CD δεν παθαίνουν τίποτα, αλλά δεν ήταν αλήθεια».
Ο υποδεέστερος ήχος, η υψηλή τιμή και οι φθορές (συχνά ανεπανόρθωτες) στο CD, οδήγησαν πολλούς από τους καταναλωτές πίσω στο βινίλιο». «Οσο περνούσε ο καιρός και οι τιμές των CD έπεφταν, όλοι κατάλαβαν πως η υπερέκθεσή τους στη δεκαετία του '90 στόχευε στα υπερκέρδη των εταιρειών», συνεχίζει. «Πώς γινόταν τη δεκαετία του '90 ένα μικρό δισκάκι χαμηλού κόστους, με μικρότερες διαστάσεις συσκευασίας, να κοστίζει τα διπλάσια χρήματα από ένα δίσκο βινιλίου;», αναρωτιέται, γνωρίζοντας φυσικά την απάντηση. «Και όταν τα CD απαξιώθηκαν το βινίλιο επανήλθε δριμύτερο», προσθέτει ο Τόνι, συνεργάτης στο κατάστημα. Από την πατρική της επιχείρηση (που του χρόνου κλείνει 40 χρόνια), η κ. Νεουδάκη δηλώνει αμετανόητη λάτρις του αναλογικού ήχου, χωρίς όμως να τη χαλάει ένα καλό ψηφιακό σύστημα. Σε αντίθεση όμως με τη μουσική που αναπαράγεται από συσκευές Mp3. «Απλά δεν μπορεί να βγει μουσική από αυτό το μηχάνημα», καταλήγει.
Στην ταινία «Hi Fidelity» του Steven Phrears, μια παρέα νέων ανθρώπων σε μια κωμόπολη της Αμερικής ζουν, κινούνται, εργάζονται και ερωτεύονται γύρω από ένα κατάστημα πώλησης δίσκων μουσικής. Ο χώρος δεν είναι τυχαίος, ούτε ο χρόνος. Είναι η δεκαετία του '90, χρόνια κατά τα οποία τα CD ήδη κυριαρχούν και οι δίσκοι βινιλίου θεωρούνται -στην καλύτερη περίπτωση- συλλεκτικοί.
Η νοσταλγική διάθεση και η παρουσία των δίσκων βινιλίου είναι διάχυτη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Κάθε δίσκος και ένα κεφάλαιο στη ζωή του καθενός. Γιατί μόνο το βινίλιο ως μέσον μπόρεσε να συνδέσει τους ανθρώπους με εποχές και αναμνήσεις. Εν αντιθέσει με τα CD που από την πρώτη στιγμή στόχευσαν σε περισσότερες επανεκδόσεις, περισσότερες πωλήσεις και μεγαλύτερα κέρδη για τις εταιρείες. Οι πιστοί του βινιλίου θεωρούν πως μόνο εκεί μπορείς να βρεις την «ψυχή της μουσικής».
Αρκετοί καλλιτέχνες που συμμερίζονται αυτή την άποψη αλλά συμπορεύονται παράλληλα με τις επιταγές των καιρών προωθούν το βινίλιο, είτε προσθέτοντας τραγούδια τα οποία σκόπιμα δεν βάζουν στο CD είτε συμπεριλαμβάνοντας στη συσκευασία και την ψηφιακή έκδοση. Τα τεκταινόμενα βέβαια στη μουσική βιομηχανία ποτέ δεν έκαμψαν το ηθικό των συλλεκτών δίσκων βινιλίου. Ανθρωποι που δένονται συναισθηματικά με κάθε αντίτυπο που αποκτούν και προσδίδουν σε αυτό τη δύναμη του φετίχ. Από την αγορά, στο άνοιγμα της συσκευασίας με τη χαρακτηριστική μυρωδιά του πλαστικού, στην έρευνα για σημειώσεις ή τυπωμένους στίχους. Ολα ανήκουν στο ευρύτερο τελετουργικό του συλλέκτη που θα δώσει και το υστέρημά του για το αντικείμενο του ...πόθου.
«Οι ηλικίες των συλλεκτών ξεκινούν από 20-25 έως και 100», λέει ο Σπύρος, γιος του Απόστολου Παπανικολάου, ιδιοκτήτη του «Vinyl City» στα Εξάρχεια. «Ο συλλέκτης δεν καταλαβαίνει από οικονομική κρίση, ίσα ίσα που σε δύσκολες περιόδους ανεβαίνει η ψυχολογία του», προσθέτει. Ο Σπύρος καθημερινά έρχεται σε επαφή με δεκάδες μουσικόφιλους, λιγότερο ή περισσότερο φανατικούς, που ψάχνουν επί ώρες στα ράφια για δίσκους από κάθε είδος μουσικής και κάθε εποχή. «Οι συλλεκτικοί μας», τονίζει, «φτάνουν έως 300 ευρώ». Οσο για το τι «φεύγει» περισσότερο, «παλιό ροκ, κάντρι/σάουθερν ροκ, νιου γουέιβ της δεκαετίας του '80, πανκ και χαρντκόρ που ζητάνε κυρίως οι πιτσιρικάδες».
Η άλλη όψη του νομίσματος, της λατρείας δηλαδή του αναλογικού ήχου, βρίσκεται στους ανθρώπους αυτούς που θεωρούν την αναπαραγωγή της μουσικής, όχι απλά τελετουργία, αλλά θρησκευτική εμπειρία. Οι audiophiles, όπως είναι γνωστοί, γνωρίζουν το κάθε τι γύρω από τις εξελίξεις του αναλογικού ήχου και ξοδεύουν υπέρογκα ποσά για την ανανέωση του εξοπλισμού τους.
Αυτά όμως αφορούν τους φανατικούς του ήχου περισσότερο, παρά τη μουσική αυτή καθεαυτή. Και ίσως όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους συλλέκτες των δίσκων βινιλίου αλλά και για τους πολλούς πιστούς του -παλιούς και νέους- για τους οποίους το τελετουργικό της ακρόασης έχει πολλά στάδια... έως ότου η κεφαλή του βραχίονα του πικ απ χαράξει το πρώτο αυλάκι του δίσκου. Και όπως φαίνεται, αυτός ο κύκλος δύσκολα θα "σπάσει"
Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Σάββατο 13 Μαρτίου 2010