We RePlay Son Of Wine's "Walking In The Mud": Φρέσκο παρά το πέρασμα του χρόνου!PLUS: τραγούδι αφιερωμένο στις Σκουριές Χαλκιδικής*(-division: uncut Salonica- )
από το Δημήτρη Ρουτσώνη
SON OF WINE
“Walking In The Mud” --------- Son of Wine.
---- Η μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης μέσα από “μια διαδρομή στη λάσπη” –-‘
Το rock ( as we once “found it” or it found us…) γοητεύει ακόμη!
Δεν έχουμε συνηθίσει στις παρουσιάσεις μουσικών σχημάτων ή ηχογραφήσεων που δεν έχουν ακόμη στεγαστεί κάτω από την ετικέτα κάποιας έστω ανεξάρτητης εταιρείας – οι λόγοι είναι πολλοί και δεν είναι επί του παρόντος ουσιαστικό να αναφερθούν. Πάντως, συγκροτήματα σαν τους Son Of Wine και δουλειές σαν το Walking in the Mud, με την ποιότητα τους και ειδικά λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών κάτω από τις οποίες ηχογραφήθηκαν, δίνουν λόγο και αφορμή για κάτι τέτοιο και αυτό λέει, εξ αρχής, πολλά για το γκρουπ αλλά και για το δίσκο - αν και είναι demo, δεν παύει να είναι «επίσημα», το ντεμπούτο του συγκροτήματος.
Οι περιστάσεις που οδήγησαν το συγκεκριμένο γκρουπ μουσικών να ονομαστεί ως «Υιός του Οίνου» και να ηχογραφήσει στο συγκεκριμένο ( no name όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «ανώνυμο» ) στούντιο μπορεί να φαίνονται τυχαίες αλλά τελικά, μόνον συμπτωματικές δεν είναι. Σε αυτό συνηγορεί άλλωστε και το όνομα του δρόμου στο οποίο (το στούντιο) βρίσκεται: η οδός Βάκχου, δεν είναι μόνον ο δρόμος που χρωστά την ονομασία του στο θεό του κρασιού αλλά είναι ένας δρόμος της περιοχής του Βαρδάρη, ανάμεσα σε αυτούς που χαρακτηρίζονται από τη generation Zero ή Χ ή όπως αλλιώς κανείς θέλει να αποκαλεί τους σημερινούς 40άρηδες+, ως ιστορικοί και έτσι, απολύτως μάλιστα, είναι.
Το στούντιο αποτέλεσε τη φυσική συνέχεια του προηγούμενου στούντιο της ιστορικής εκείνης πολυκατοικίας, στην ίδια γειτονιά, με τα ίδια σχεδόν μηχανήματα και με την ίδια αίσθηση να διαπνέει το χώρο. Ο δε εξοπλισμός, τα όργανα, τα ηχεία, οι υπολογιστές και οι ενισχυτές πέρασαν από τη μια εποχή στην άλλη, από το ένα κτήριο στο άλλο, στα χέρια των ίδιων ανθρώπων αλλά και αρκετών νεότερων, συνεχίζοντας την ίδια πορεία που ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν σε εκείνα τα παλιά, εγκαταλειμμένα γραφεία που για πολλά χρόνια στέγασαν τόσα και τόσα σχήματα. Εκεί όπου γεννήθηκε το ελληνικό ανεξάρτητο rock ή τουλάχιστον ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του και που σήμερα βρίσκεται κάτω από όποια πέτρα και αν σηκώσεις.. Από κει πέρασαν όλοι σχεδόν, σούπερ αστέρια όπως οι Τρύπες και οι Εκτός Ελέγχου, τα Μωρά στη Φωτιά έως και αστέρια λιγότερα γνωστά, οι «Ένα μπουκέτο κόκκαλα», ο Γιώργος “Genaro” Βούρος με τους Black List και πολλοί άλλοι, για την αναφορά και μόνο των οποίων θα χρειαζόμασταν πολύ χώρο και χρόνο.
Τα πάντα σε αυτόν το δίσκο - από το εξώφυλλο έως την επιλογή του χώρου ηχογράφησης και παραγωγής έως και τη γειτονιά της οδού Βάκχου και την ονομασία του δρόμου - έχουν συνάφεια και λειτουργούν συμπληρωματικά, προσδίδοντας στο δίσκο ένα ρομαντισμό, μέσα από μια ιδανική σύνδεση του μουσικού παρελθόντος αλλά ( και αυτό είναι ένα στοιχείο που τον διαφοροποιεί σημαντικά, ανεξάρτητα από το είδος και το ύφος της μουσικής των Son of Wine ) και του παρόντος της τοπικής μουσικής σκηνής.
Μια δουλειά που αποτυπώνει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της μουσικής σκηνής της Θεσσαλονίκης που κάποτε μετέτρεψαν αυτήν την πόλη, από ένα απλά «μεγαλοαστικό» και κοσμοπολίτικο περιβάλλον, νομοτελειακά γόνιμο για την ανάπτυξη ροκ σχημάτων, σε μια πραγματική «μήτρα», μέσα στην οποία εκκολάπτονταν τάσεις που λίγο αργότερα θα συνέθεταν αυτό που σύντομα θα ονομάζονταν εν γένει και για λόγους ταυτοποίησης και απλοποίησης συνάμα, «ελληνικό ροκ».
Το Walking in the Mud, μοιάζει με απάνθισμα, απαύγασμα μιας εξελικτικής διαδικασίας που διήρκεσε πολλά χρόνια και επέτρεψε τη συνεύρεση και την αλληλεπίδραση τρόπων και φορμών, δίνοντας την απαραίτητη ώθηση για να εκφρασθεί ελεύθερα μια ολόκληρη γενιά μουσικών. Ουσιαστικά, αντιπροσωπεύει ένα κίνημα υγιές και δυναμικό το οποίο έθεσε τις ιδιαιτερότητες των δημιουργών σε απόλυτη προτεραιότητα και σεβάστηκε την ποικιλομορφία που αναπτύχθηκε σε χώρους κυρίως του κέντρου της Θεσσαλονίκης, σε παλιά κτήρια, σε εγκαταλειμμένες αποθήκες και γραφεία, σε πολυκατοικίες σαν και εκείνη την πιο γνωστή απ’ όλες, τη θρυλική... Και όλα αυτά, σε μια εποχή δύσκολη και σε ένα «πρωτόγονο», για την προβολή της συγκεκριμένης μουσικής σκηνής, περιβάλλον.
Οι Son of Wine είναι γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης. Τα μέλη της μπάντας έχουν ζήσει από πολύ κοντά, εκ των έσω καλύτερα, την εξέλιξη μιας μουσικής σκηνής που, όχι άδικα, θεωρήθηκε από τις πλέον δημιουργικές της Ευρώπης και απασχόλησε ουκ ολίγες φορές την ανεξάρτητη δημοσιογραφία της γηραιάς ηπείρου, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε.
Με θητεία σε άπειρα σχήματα ο καθένας τους και με σημαντική εμπειρία στο club circuit της πόλης το οποίο μπορεί να μην ήταν μεγάλο, υπήρξε όμως φιλόξενο, τα μέλη του συγκροτήματος διαμόρφωσαν και εμπλούτισαν την εκτελεστική τους ικανότητα και την εκθέτουν εδώ απλόχερα, γενναιόδωρα και συνοπτικά.
Οι συνθέσεις ανήκουν όλες στο Γιώργο Στεφάνου. Ίσως μάλιστα να μην είναι υπερβολή αν λέγαμε πως το Walking In The Mud αποτελεί το όραμα αυτού του ανθρώπου, το οποίο μοιράστηκαν και δέχθηκαν να αποδώσουν και οι υπόλοιποι φίλοι του και συνοδοιπόροι του σε αυτό το μουσικό ταξίδι.
Ένα άλμπουμ - καταγραφή της πορείας του Στεφάνου ως μουσικού, ως ακροατή και οπαδού και παράλληλα το ψηφιδωτό ή το μωσαϊκό των όσων έζησε μέσα από τη μουσική και τη σημασία που αυτή απέκτησε, στο πέρασμα των χρόνων, στη ζωή του. Οι στίχοι αποκαλύπτουν την προσωπική αλήθεια του συνθέτη και η μουσική επένδυση τους μοιάζει ως η ιδανική αποτύπωση των επιρροών το και των αγαπημένων του καλλιτεχνών - αν προσέξεις ιδιαίτερα, ανακαλύπτεις τα «ίχνη» τους εδώ κι εκεί. Όχι πως δεν είναι αυθεντικό και μάλιστα 100%, απλά είναι τόσο βιωματικό που προδίδει «με τη μία» τις μεγάλες αγάπες του συνθέτη αλλά και των υπολοίπων μελών του γκρουπ: μέσα από τις συνθετικές δομές για τον πρώτο, από την εκτελεστική «ιδιοσυγκρασία» του καθενός ξεχωριστά, για τους υπόλοιπους.
Έτσι, ο Γιός του Κρασιού περνά από το ένα είδος στο άλλο, παντρεύοντας τα, έτσι περίπου όπως παντρεύεται το merlot με το cabernet ή ο ροδίτης με τη μαλαγουζιά – μια διαδρομή από τη folk rock των ‘60s στο new wave των ‘80s και από το hard των ‘70s στην απόλυτα προσωπική ματιά των δημιουργών τούτου του δίσκου, με την προσωπική σφραγίδα ιδιαίτερα ισχυρή.
Χωρίς να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από ευρήματα δήθεν προσωπικά, αφού η rock έχει πλέον υποστεί τόσες μεταλλάξεις και ανακυκλώσεις, που τίποτε δε μπορεί να υπάρξει χωρίς την «ανάγνωση» και τη συμμετοχή του παρελθόντος, ακόμη και αν μιλάμε για το πιο πρόσφατο, το χθεσινό: ο νέος μουσικός προσθέτει, αρκεί να το κάνει έντιμα και έχοντας υπόβαθρο και πάνω απ’ όλα, την προσωπικότητα – αξίες και στοιχεία που φαίνεται πως διαθέτει σε αφθονία ο Στεφάνου.
Οι συνθέσεις έχουν τη δύναμη του πρωτοεμφανιζόμενου αλλά εμπεριέχουν και ωριμότητα – δυο χαρακτηριστικά, ο συνδυασμός των οποίων και η αναλογία τους, καθορίζει τις πρώτες ηχογραφήσεις ενός γκρουπ ως περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, με ή χωρίς σαφή λόγο ύπαρξης. Και τούτη εδώ μάλλον μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαίτερη έως και σημαντική, με τα τραγούδια να έχουν δουλευτεί ως την παραμικρή λεπτομέρεια ( όσο επέτρεπαν οι δυνατότητες των μέσων παραγωγής ).
Αν πάντως επιχειρούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τους Son of Wine ( πράγμα καθόλου εύκολο, είναι η αλήθεια ) θα τους «τοποθετούσαμε» κάπου εκεί, στα ‘70s και την κλασική rock, ότι κι αν σημαίνει αυτό και λιγότερο οπουδήποτε αλλού, στο βρετανικό pub rock, στη folk, στο (US made…) south rock ή στην pop/rock των ‘80s – τα οποία είναι όλα παρόντα - με «πιασιάρικα» chorus και γοητευτική απλότητα.
Στις παρυφές όλων αυτών των ειδών ή και κατηγοριών κινούνται οι SoW, χωρίς όμως να αρνούνται την πρωταρχική τους πηγή έμπνευσης, αυτό το σχεδόν στερεοτυπικό αλλά ταυτόχρονα πηγαίο, rock n’ roll παλαιάς σχολής, back-to-the-basics style!
Οι στίχοι αγγίζουν σειρά θεμάτων που, όπως σε κάθε αυθεντικό, βιωματικό και πηγαίο έργο, απασχολούν το συνθέτη και στιχουργό - η αγάπη και οι ανθρώπινες σχέσεις, η ανέχεια και ο πλούτος, η επιστροφή στη φύση, η μοναξιά, οι αναμνήσεις, τα ερεθίσματα και τα προσωπικά βιώματα, όλα προβάλλουν εδώ σε πλήρη ανάπτυξη, φωναχτά και άφοβα, μικρά ποιήματα, μέρος του συνολικού οράματος του δημιουργού.
Ένας ροκ δίσκος τελικά που αποκωδικοποιεί το αμερικάνικο rock με τον ίδιο τρόπο περίπου που κάποτε το έκαναν οι Brinsley Shwarz ( με τον εκκολαπτόμενο, τότε, superstar Nick Lowe στη σύνθεση τους ). Βρετανοί οι Shwarz, Έλληνες οι SoW, μικρή σημασία έχει αφού το αποτέλεσμα είναι που μετρά.
Ένας καθαρόαιμος ροκ δίσκος, με όλα τα στοιχεία που μπορούν να του προσδώσουν τον τίτλο του κλασσικού. Πάνω απ’ όλα , ένας δίσκος που θυμίζει και αποπνέει Θεσσαλονίκη, τη ροκ σκηνή της δηλαδή, στο πέρασμα των χρόνων. Ήχος αρκετά «αμερικάνικος», full αίσθημα και κορυφαίες εκτελέσεις από όλους όσους συμμετείχαν, με οιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανόμενων και των «θυγατέρων του Οίνου», της Αγγελικής και της Λίνας που ανέλαβαν τα γυναικεία φωνητικά στο “I Need Your Love” ( θα ήταν ίσως άδικο να ξεχωρίσουμε κάποιον - αν το κάναμε όμως, αυτό θα αφορούσε στο Γιώργο Στεφάνου λόγω της τρομερής, πραγματικά, δουλειάς του στην κιθάρα και ειδικότερα στη lead ).
Η παραγωγή ανήκει στο Σπύρο Ζαφειριάδη και στο Στέφανο Στεφανόπουλο από κοινού, με την πολύτιμη βοήθεια του Χρήστου - «πρίγκηπα» - Καρακίτσιου και το αποτέλεσμα, είναι το καλύτερο δυνατό υπό αυτές τις συνθήκες, τα λιγοστά μέσα δηλαδή και το χαμηλό προϋπολογισμό. Προέκυψε, εν τέλει, μια απόλυτα επαγγελματική ηχογράφηση με ερασιτεχνικά μέσα, που ξεγελά και τον πιο έμπειρο ακροατή: ακούγοντας το δίσκο κανείς δύσκολα μπορεί να υποθέσει πως χρησιμοποιήθηκαν μόνον αυτά τα ...ολίγα που τελικά όμως έδωσαν σάρκα και οστά στο προσωπικό όραμα ενός ανθρώπου και τεσσάρων ακόμη συντελεστών - μια καθ’ όλα σεβαστή παραγωγή που στηρίχθηκε στο κέφι, το μεράκι και την υπομονή, αφού το άλμπουμ δουλεύτηκε για μήνες ολόκληρους.
Να σημειωθεί ακόμη πως το εξώφυλλο, που θυμίζει ξεχωριστές στιγμές από τη «βιβλιογραφία» των comics, φιλοτέχνησε ο Τάσος - «prog» - Δημητριάδης.
Ξεχωριστή προσπάθεια λοιπόν, για λόγους ιστορικούς αλλά βεβαίως και κυρίως, για ουσιαστικούς και παράλληλα, πιθανή υπόσχεση και για άλλες, μελλοντικές, καταθέσεις από το Γιώργο Στεφάνου και την παρέα του «Υιού του Οίνου». Μια παρθενική εμφάνιση, καλοδουλεμένη χωρίς αμφιβολία αλλά που θα μπορούσε, υπό κάποιες προϋποθέσεις που δεν αφορούν στα τραγούδια αυτά καθαυτά, αλλά σε θέματα τεχνικά και κυρίως στην παραγωγή, να ακουστεί ακόμη πιο «δυνατή» και ολοκληρωμένη.
Αν επιχειρούσαμε να παραλληλίσουμε το “Walking In the Mud” με την επίδραση του κρασιού, θα λέγαμε πως είναι ικανό να σε ζαλίσει ευχάριστα, αλλά όχι τόσο, όσο για να σε μεθύσει. Και μπορεί αυτό το μέτρο να προτείνουν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για την οινοποσία – ναι στην κατανάλωση, όχι στη μέθη - αλλά, στην τελική, ποιός είπε ποτέ πως το rock n’ roll έχει σχέση με οτιδήποτε...μετρημένο ;
Αναμένοντας λοιπόν τη νέα «εσοδειά» - άλλωστε η μαγιά είναι εδώ, απομένει η ζύμωση... Ως τότε, στην υγειά του «φρέσκιου»... *
* Οι Son of Wine είναι:
Γιώργος Στεφάνου – κιθάρα
Βασίλης Τολούδης – Μπάσο
Γιώργος Δράκος – Ντραμς ( φωνητικά )
Σπύρος Ζαφειριάδης – Κιθάρα, Κρουστά ( φωνητικά )
Στέφανος Στεφανόπουλος – Φωνή, Κιθάρα, Κρουστά
“Walking In the Mud” – the album ( demo )
1. Walking in the mud
2. Angel’s Ride
3. Banker’s World
4. I’m on Fire
5. The Only One I need
6. All Alone
7. Babylon the Great
8. Goin’ Up the Mountain
9. I Need Your Love
10. You Don’t Love me Anymore
- Ηχογραφήθηκε σε ανώνυμο στούντιο επί της οδού Βάκχου στη Θεσσαλονίκη, από το Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 2013.
- Η μίξη των τραγουδιών έγινε από το Σπύρο Ζαφειριάδη και το Στέφανο Στεφανόπουλο τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2013 με τη συμβολή του Χρήστου Καρακίτσιου
Το άλμπουμ "Walking In The Mud" είναι στον ιστοχώρο του bandcamp για free download.
Our album "Walking In The Mud" is available for free download on the bandcamp website.
*Το φρέσκιο μπορεί να χρησιμοποιήθηκε ως όρος για να αποδώσει τον ήχο της μπάντας τότε, το 2014, αλλά, ολοφάνερα, μετά από 3 ολόκληρα χρόνια ο δίσκος δεν έχει χάσει ίχνος από την «ουσία» του.
** Οι Son of Wine σήμερα συνεχίζουν να υπάρχουν και ηχογραφούν τακτικά.
“Greek band Son Of Wine like to keep things loose. Their debut album, Walking In The Mud, has everything from frat-rock roof-shakers to noodly 70s prog epics. Angel’s Ride is yet another side of the band, a late-60s bummer-psych/protest-rock jammer of the highest caliber.”
[Classic Rock magazine (UK), issue 203 (November 2014), page 87]
Αυτά έγραψε για τους Son Of Wine και το άλμπουμ τους το Classic Rock, ένα από τα πλέον δημοφιλή περοδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το τραγούδι τους Angel's Ride μάλιστα συμπεριλήφθηκε στο μηνιαίο compilation cd του περιοδικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου