So Long, Marcous Berg...
του Θανάση Αντωνίου
Είδα από κοντά τον Μάρκους Μπεργκ όσες φόρες έπαιξε με την ομάδα του στη Νέα Σμύρνη τα τελευταία χρόνια και, παρά το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός δεν ήταν ποτέ καλός κι έφευγε ηττημένος τις περισσότερες φορές, ο ίδιος έλαμπε ως «ο καλύτερος» . Ήταν πράγματι…
Υπήρξαν παιχνίδια που (μας) έπαιζε σχεδόν μόνος του, υπήρξαν παιχνίδια που ήταν επί 80 λεπτά άφαντος και, ξαφνικά, με μια κίνησή του, σκόραρε και είτε έβαζε την ομάδα του ξανά στο παιχνίδι είτε τη διέσωζε από διασυρμό.
Δίκαια νομίζω θεωρείτο μέχρι πρόσφατα ο καλύτερος ξένος παίκτης στην Ελλάδα, ο ηγέτης ενός συλλόγου που έχει καταντήσει σκιά του (ένδοξου) εαυτού του, «το καλό παιδί» που αψηφώντας τις σειρήνες του εξωτερικού επέμενε, ως άλλος Ελ Σιντ, να καθοδηγεί το θνησιμαίο σκορποχώρι του Παναθηναϊκού. Στα τελευταία παιχνίδια με τον Πανιώνιο τον βρήκα αλλαγμένο.
Ήταν πολύ νευρικός, γκρίνιαζε από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή, έπαιζε πολύ κι άσχημα με τα χέρια, την έλεγε συνεχώς στους συμπαίκτες τους, και, γενικά, δεν ήταν αυτός που πιστεύαμε. Στο τελευταίο παιχνίδι μέσα, κόντεψε ν΄ αρπαχτεί με τον Σπύρο Ρισβάνη, τον οποίο έπαιζε με μια κραυγαλέα δόση υπεροψίας· η αντίδραση του ψηλού του Πανιωνίου (του Ολυμπιακού σήμερα) ήταν, δυστυχώς, ανάλογη. Τι είχε συμβεί;
Ο Μπεργκ «δεν ήταν πια εδώ» και μας το είχε δείξει καιρό πριν με τα σχόλιά του για τα προπονητικά και μεταγραφικά ζητήματα της ομάδας. Μπορεί εκείνος ο συμπαθής δημοσιογράφος της ΕΡΤ να τον είχε κάθε Κυριακή βράδυ στην ΕΡΤ1 σε αποκλειστική, ζωντανή, συνέντευξη στην «Ολυμπιακή (κατά κόσμον Αθλητική) Κυριακή», ο Μπεργκ όμως είχε αποδράσει…
Η υπόθεση Μπεργκ, σημαντικές λεπτομέρειες της οποίας ομολογώ ότι δεν γνωρίζω, είναι ενδεικτική της απόλυτης μιζέριας, της ολοκληρωτικής ξεφτίλας στην οποία έχει πέσει πλέον το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ένας χαρισματικός παίκτης που η τύχη τον έφερε στα μέρη μας, κάνει υπομονή, δέχεται κάθε είδους εξευτελισμό – όχι προσωπικό, συλλογικό εννοείται- υπομένει τιμωρίες, αποκλεισμούς, πρόστιμα, τραμπουκισμούς, τρελές αγοραπωλησίες παικτών και συνεχείς αλλαγές προπονητών, αλλά κάποια στιγμή, δεν αντέχει άλλο και ανοίγει την πόρτα. «Πήγε μέχρι το περίπτερο για τσιγάρα», που λένε, και δεν επέστρεψε ποτέ.
Η έξοδός του ήταν ακόμα πιο δραματική κι από εκείνη του Τζιμπρίλ Σισέ: ο Γάλλος τουλάχιστον πούλησε και λίγη τρέλα με τη φουστίτσα του, έριξε και καναδυό σφαλιάρες μέσα στο Καραϊσκάκη, πήρε κι ένα σκασμό λεφτά όταν έφυγε για τη Λάτσιο.
Ο Σουηδός όμως, πιο κλειστός άνθρωπος, πιο εσωστρεφής, άρχισε να κάνει κακό στον ίδιο τον εαυτό του, οπότε η απόδραση από το τρελλοκομείο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ήταν η μόνη λύση για μην τρελαθεί εντελώς. Ο τρόπος της απόδρασης αποτελεί για όλους εμάς, εδώ στην Ελλάδα της κρίσης, μια τρανταχτή απόδειξη ότι κανείς δεν πρόκειται ν’ ασχοληθεί επί μακρόν μαζί μας, ότι από κανέναν ‘περαστικό’ δεν πρέπει να περιμένουμε σωτηρία, ότι η εικόνα μας στο εξωτερικό είναι αλγεινή και πρέπει σύντομα να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Ο Μπεργκ την έκανε, χιλιάδες δικά μας παιδιά την κάνουν επίσης, καθημερινά μάλιστα γιατί αυτή χώρα δεν αντέχεται με τίποτα και η ζωή είναι μικρή για να τη ζεις μέσα στη γκρίνια και τη μιζέρια. Κι αυτό μας πονάει πολύ περισσότερο από τη θεαματική κοπάνα του Μπεργκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου